πώς

πώς
πῶς ΝΜΑ
1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ. «πώς μιλάς έτσι;» δ. «πῶς τούτ' ἔλεξας;», Αισχύλ.)
2. στην αρχή πλάγιας ερώτησης αντί τού αναφορικού όπως (α. «αγωνίζεται πώς να τά βγάλει πέρα» β. «μένω δ' ἀκοῡσαι πῶς ἀγὼν κριθήσεται», Αισχύλ.)
νεοελλ.
1. χρησιμοποιείται: α) σε συνεκφορά με το δεν για να δηλώσει έντονη απορία («πώς δεν έπεσες να σκοτωθείς;»)
β) με υποτακτική για να δηλώσει κάτι το δυσχερές ή το αδύνατο («πώς να τα βγάλει πέρα με έναν μισθό;»)
γ) για να δηλώσει έντονη συναίνεση, αντί τού βεβαιότατα («πώς! θέλει και ερώτημα;»)
δ) ως ερωτηματικό μόριο, αντί τού τί, για την επανάληψη ενός λόγου που δεν ακούστηκε καλά
2. για ποιον λόγο, γιατί («πώς το έκανες αυτό;»)
3. φρ. «έκανε πώς και πώς (ή πώς και τί)» — λέγεται για να δηλώσει: α) μεγάλη λαχτάρα, αναμονή, αγωνία («έκανε πώς και πώς για να τόν δει»)
β) επιδίωξη με κάθε μέσο («έκανε πώς και πώς για να τόν πείσει»)
αρχ.
1. χρησιμοποιείται: α) σε διάλογο με επανάληψη λέξης ή φράσης, που έχει ήδη λεχθεί, για διασάφηση, εξήγηση («μὴ δίκαιος ὤν. — Πῶς μὴ δίκαιος;», Σοφ.)
β) με μόρια, όπως το πῶς ἄν.... ; ή το πῶς κε(ν)... ;, για να δηλώσει ευχή
γ) με ευκτική για να δηλώσει επιθυμία («πῶς ἄν οὖν πρὸς τοῑς ἀγαθοῑς τούτοισιν ἐξεύροις», Αριστοφ.)
δ) σε συνεκφορά με το δὲ για να δηλώσει έντονη αντίρρηση («πῶς δὲ σύ νῡν μέμονας, κύον ἀδεές... ;», Ομ. Ιλ.)
ε) ως επιφώνημα («πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη... !», ΚΔ.)
στ) με ρήματα που δηλώνουν πώληση, που έχει τη σημασία: σε ποια τιμή, πόσο («πῶς ὁ σῑτος ὤνιος», Αριστοφ.)
2. φρ. «πῶς ἄρα... ;» και «πῶς οὖν... ;» και «πῶς οὖν ἄν... ;» — με ποιον τρόπο λοιπόν, και έπειτα; («πῶς οὖν τόθ' οὗτος ὁ σοφὸς οὐκ ηὔδα τάδε;», Σοφ.)
β) «πῶς γάρ... ;» και «καὶ πῶς» — γιατί πώς είναι δυνατόν να... («καὶ πῶς, ὦ Σώκρατες, τέρας γὰρ ἄν εἴη ὅ λέγεις», Πλάτ.)
γ) «πῶς δή;» και «πῶς γὰρ δή;» και «πῶς δῆτα;» — με ποιον τρόπο μα την αλήθεια... («πῶς δή; δίδαξον τοὺς δικάζοντας τάδε», Αισχύλ.)
δ) «πῶς καί;» και «πῶς δὲ καί;» — με ποιον τρόπο ακριβώς («πῶς καὶ νιν ἐξεπράξατ';», Ευρ.)
ε) «πῶς δοκεῑς;»
(σε διάλογο ως παρενθετική φράση) ι) (με ερώτημ. σημ.) με ποιον τρόπο, λοιπόν, νομίζεις... ;
ii) (χωρίς ερωτημ. σημ.) λίαν, πάρα πολύ («οἱ δ' ἐγκατακείμενοι παρ' αὐτῷ πῶς δοκεῑς τὸν Πλοῡτον ἠσπάζοντο», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πο- τών ερωτηματικών και αόρ. επιρρ. (βλ. λ. πο-) + επιρρμ. κατάλ. -ῶς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πῶς — how? indeclform (interrog) πῶς 2 how? indeclform (adverb) πως how? enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πώς — πῶς 2 how? indeclform (adverb) πως , πως how? enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πως — how? enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πως — (I) ΝΜΑ, και ιων. τ. κως Α (εγκλιτ. τροπ. επίρρ.) 1. κατά κάποιον τρόπο, κάπως 2. φρ. «αλλιώς πως» και «ἄλλως πως» κατά κάποιον άλλο τρόπο αρχ. 1. με κάθε τρόπο, οπωσδήποτε («ἀλλὰ μὴ γένοιτο πως», Αιχύλ.) 2. συχνά τίθεται μετά από υποθετικά μόρια …   Dictionary of Greek

  • πως — 1. σύνδ. ειδ., ότι: Έμαθα πως έφυγες γρήγορα από το γλέντι. 2. επίρρ. αναφορ., όπως, καθώς: Κατά πως έμαθα, δεν πήγες στη συγκέντρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πώς — επίρρ. τροπ. και ερωτ. 1. με ποιον τρόπο: Πώς το έμαθες; 2. για ποιο λόγο: Πώς θέλησες να τον κατηγορήσεις; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ου μεν πως — οὐ μέν πως (Α) κατ ουδένα τρόπο («οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ Αχαιοί», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • Οὔ πως ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν. — См. Всезнанья Бог человеку не дал …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αἱ δεύτεραι πως φροντίδες σοφώτεραι. — См. Первый блин комом …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Οὐκ ἔχω πῶς ἐπαινέσω, ψέγειν δ’οὐ βούλομαι. — См. Чего хвалить не умеешь, того не хули …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”